- Ιουστινιανός
- Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527-565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και τον διόρισε συγκυβερνήτη του κράτους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (518-527). Ο Ι. υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Η μακρόχρονη περίοδος που κυβέρνησε αποτέλεσε σταθμό για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η ξεχωριστή προσωπικότητά του αναδείχθηκε στη μεγαλεπήβολη πολιτική που ακολούθησε σε όλους τους τομείς. Η ρωμαϊκή αντίληψη που είχε υιοθετήσει για τον καθολικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας τον ώθησε στο μεγαλεπήβολο σχέδιο της reconquista, δηλαδή της ανακατάληψης του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Το πραγματοποίησε κυρίως με τον πόλεμο της Αφρικής (533-534) εναντίον των Βανδάλων και με τους ιταλικούς πολέμους (535-555) εναντίον των Οστρογότθων. Μεγαλύτερης σημασίας, με μονιμότερα και πολύ θετικότερα αποτελέσματα, υπήρξε η προσφορά στους τομείς της νομοθεσίας και της τέχνης. Η εσωτερική του πολιτική χαρακτηρίστηκε από ένα πνεύμα συγκεντρωτισμού, το οποίο εκδηλώθηκε στην οργάνωση του κράτους, στον συστηματικότερο έλεγχο των διοικητικών υπαλλήλων, στη θρησκευτική του πολιτική, στην επιδίωξη να αναστείλει την απόκτηση υπέρμετρης δύναμης από μέρους μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης κλπ. Η ικανότητα του Ι. στην επιλογή των καταλληλότερων προσώπων για την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τον βοήθησε ιδιαίτερα στην πραγματοποίηση των μεγάλων του σχεδίων. Στον πολεμικό τομέα, το δύσκολο έργο της κατάληψης της Ιταλίας επιτεύχθηκε χάρη στους ικανούς του στρατηγούς και ιδιαίτερα τον Βελισάριο και τον Ναρσή. Το τεράστιο νομοθετικό έργο που αποφάσισε να φέρει σε πέρας –δηλαδή την επιλογή και την κωδικοποίηση των νόμων από την εποχή του Αδριανού έως τη βασιλεία του (Κώδικας, 528-529), τη συγκέντρωση, την επιλογή και την κατάταξη των νομικών εργασιών των σπουδαιότερων Ρωμαίων νομομαθών (Πανδέκτες, 533) και τη συγγραφή νομικού εγχειριδίου για τους σπουδαστές της νομικής (Εισηγήσεις)– το πραγματοποίησε με επιτροπές από νομικούς, τις οποίες διηύθυνε ο ικανότατος νομομαθής Τριβωνιανός. Έτσι, δημιουργήθηκε το μνημειώδες νομοθετικό έργο του, που μαζί με τους νόμους που εκδόθηκαν από τον ίδιο και ονομάστηκαν Νεαρές (διατάξεις) αποτελεί το Corpus juris civilis, τη βάση της μεταγενέστερης νομοθεσίας και των νομικών επιστημών. Η δημιουργία, τέλος, της Αγίας Σοφίας, του σημαντικότερου καλλιτεχνικού επιτεύγματος του Βυζαντίου, που έγινε το πρότυπο της κατοπινής βυζαντινής αρχιτεκτονικής, οφείλεται στην καίρια επιλογή των μεγαλύτερων αρχιτεκτόνων της εποχής, του Ανθέμιου του Τραλιανού και του Ισίδωρου του Μιλησίου. Τα τεράστια έργα που ανέλαβε –ανάμεσα σε αυτά μια ατελεύτητη σειρά κτισμάτων (τειχών, φρουρίων, υδραγωγείων, δεξαμενών, εκκλησιών κλπ.)–, για τα οποία ο μεγάλος ιστορικός της εποχής του, Προκόπιος, έγραψε ειδικό σύγγραμμα (Περί κτισμάτων), απαιτούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία συγκέντρωνε κυρίως ο ικανότατος και μισητός στον λαό υπουργός του, Ιωάννης Καππαδόκης. Η βαριά φορολογία, οι δημεύσεις περιουσιών και γενικά τα σκληρά μέσα που χρησιμοποίησε ο Καππαδόκης για την είσπραξη χρημάτων έγιναν μία από τις κύριες αιτίες της Στάσης του Νίκα, το 532, εναντίον του I. Την εξέγερση κατέπνιξε στο αίμα ο ικανός στρατηγός Βελισάριος, χάρη στην αποφασιστική στάση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, η οποία με την ισχυρή θέληση και την ευφυΐα της ασκούσε συχνά θετική επιρροή στον Ι. Για να αυξήσει τα κρατικά έσοδα ο I. ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας. Έτσι, εισήγαγε από την Ανατολή τη σηροτροφία για την ανάπτυξη της μεταξουργίας, η οποία επί των διαδόχων του έγινε μία από τις αποδοτικότερες δραστηριότητες του Βυζαντίου. Ο I. κατάφερε να ανακτήσει το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και να επαναφέρει την ενότητα της Μεσογείου, δίνοντας έτσι εξαιρετική λάμψη στο κράτος του. Όμως τα εφήμερα αποτελέσματα του επιτεύγματός του –το 568 κιόλας οι Λογγοβάρδοι κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος της βυζαντινής Ιταλίας– δείχνουν πως η μεγάλη αυτή ανθρώπινη και υλική φθορά που απαίτησε ο εικοσαετής πόλεμος στην Ιταλία ήταν άσκοπη. Αντίθετα, η στροφή του I. προς τη Δύση τον έκανε να παραμελήσει την Ανατολή, η οποία αποτελούσε πλέον το κέντρο της αυτοκρατορίας. Έτσι, δεν έδωσε όση σημασία έπρεπε στο μέτωπο του Δούναβη, με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν εκεί ασιατικοί λαοί, οι επιδρομές των οποίων δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στο Βυζάντιο στα χρόνια της βασιλείας του Ι. αλλά και αργότερα. Στο ανατολικό σύνορο, η αντιμετώπιση των Περσών και στους τρεις πολέμους που διεξήχθησαν με το Βυζάντιο επί I. (527-532, 540-545, 549-557) οδήγησαν την αυτοκρατορία σε ταπεινωτικές συνθήκες ειρήνης, αφού όλες τις φορές το Βυζάντιο αναγκάστηκε να πληρώσει μεγάλα χρηματικά ποσά. Έτσι, το βάρος που έδωσε ο I. στην πραγματοποίηση της reconquista τον εμπόδισε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον περσικό κίνδυνο, που αποδείχθηκε καταστρεπτικός στο μέλλον. Στη θρησκευτική πολιτική που ακολούθησε φάνηκε πως οι πεποιθήσεις του για τον χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, τη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα στον θρησκευτικό τομέα και τη σημασία που είχαν οι σχέσεις του με τη Δύση υπερίσχυαν συχνά σε βάρος των σχέσεών του με τους πληθυσμούς των ανατολικών επαρχιών. Θεωρώντας πως η θρησκευτική ενότητα ήταν μία από τις προϋποθέσεις της ενότητας του κράτους, αντιμετώπισε με καισαροπαπικό τρόπο τους αλλόθρησκους. Το 529 έκλεισε τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, το τελευταίο κέντρο της αρχαίας θρησκείας, οργάνωσε διωγμούς εναντίον των Ιουδαίων και κυρίως των Σαμαρειτών της Παλαιστίνης και καταδίωξε σκληρά τους αιρετικούς (μοντανιστές, μανιχαίους κ.ά.). Η πολιτική του απέναντι στους μονοφυσίτες ήταν ασταθής και συχνά ανακόλουθη. Η επιθυμία του να εξασφαλίσει καλές σχέσεις με τη Δύση τον ώθησε στη δίωξη των μονοφυσιτών στα χρόνια της βασιλείας του θείου του, Ιουστίνου, και στα πρώτα χρόνια της δικής του βασιλείας. Μετά τον γάμο του, η επίδραση κυρίως της Θεοδώρας τον οδήγησε σε προσπάθειες συμβιβαστικής πολιτικής, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η αντοχή και η εργατικότητα του I., σε συνδυασμό με τη μεγάλη του φιλοδοξία, τον βοήθησαν να ολοκληρώσει τα μεγάλα του σχέδια, πολεμικά και ειρηνικά. Η θέση ωστόσο που κατέχει ανάμεσα στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες οφείλειται κυρίως στα ειρηνικά του επιτεύγματα.
2. Ι. B’ (669 – 711). Βυζαντινός αυτοκράτορας (685-695 και 705-711). Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Πωγωνάτου. Εξαιρετικά ορμητικός και σκληρός, προκάλεσε με την πολιτική του φοβερές αντιδράσεις, που οδήγησαν το κράτος σε αναρχία. Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του πολέμησε εναντίον των Σλάβων στη Μακεδονία. Από αυτούς άλλους αιχμαλώτισε και άλλους εγκατέστησε στο θέμα Οψίκιον της Μικράς Ασίας – από τους τελευταίους οργάνωσε στρατό, που έστειλε εναντίον των Αράβων, όταν το 693 έλαβε τέλος η αραβοβυζαντινή ειρήνη. Η λιποταξία πολλών Σλάβων τον οδήγησε σε σκληρότατα μέτρα εναντίον των υπολοίπων. Βίαιη πολιτική ακολούθησε εναντίον του πάπα Σέργιου, τον οποίο επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να συλλάβει, επειδή δεν θέλησε να αναγνωρίσει την Πενθέκτη Σύνοδο (692). Η σκληρότητα και η φοβερή καταπίεση του πληθυσμού από τον ταμία των βασιλικών χρημάτων, Στέφανο, και τον υπουργό των Οικονομικών, Θεόδοτο, προκάλεσαν την αγανάκτηση και την αντίδραση του πληθυσμού, ο οποίος ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Λεόντιο (695). Ο I. εξορίστηκε στη Χερσώνα, αφού προηγουμένως βασανίστηκε. Η αναρχία που επακολούθησε έδωσε τη δυνατότητα στον I. να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη με τη βοήθεια των Βουλγάρων (705). Τα πολύ σκληρά αντίποινα εναντίον πλήθους ανθρώπων προκάλεσαν νέο κίνημα, αυτή τη φορά στη Χερσώνα, η οποία επίσης είχε δοκιμαστεί από την αγριότητά του, με αποτέλεσμα την εκθρόνιση και τον αποκεφαλισμό του.
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’, σε ελεφάντινο ανάγλυφο παλαιοχριστιανικής τέχνης του 6ου αι. (Συλλογή Μπαρμπερίνι, Ρώμη).
«Ο Ιουστινιανός και η ακολουθία του», λεπτομέρεια ψηφιδωτού του 6oυ αι. (Ναός του Αγίου Βιτάλιου, Ραβένα).
Dictionary of Greek. 2013.